- άθραυστος
- -η, -ο (Α ἄθραυστος, -ον)1. αυτός που δεν θραύστηκε, ατσάκιστος, άσπαστος, ακέραιος2. αυτός που δεν θραύεται ή δεν μπορεί να θραυστεί, αδιάλυτος, ανθεκτικός, γερός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητικό + θραυστός < θραύω].
Dictionary of Greek. 2013.